- φάτνωση
- ηη κάλυψη και η διακόσμηση της οροφής με φατνώματα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φάτνωση — η / φάτνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φατνώνω νεοελλ. αρχιτ. διακόσμηση οροφής με φατνώματα … Dictionary of Greek
καλάθωσις — καλάθωσις, ἡ (Μ) [καλαθώ] 1. φάτνωση, κατασκευή οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, κυρίως με καλαθίσκους*, με διακοσμήσεις σε σχήμα καλαθιού 2. η ίδια η διακόσμηση τής οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους 3. η διακοσμημένη ή γλυπτή οροφή,… … Dictionary of Greek
φάτνωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ βλ. φάτνωση … Dictionary of Greek